άζυμος — Ο χωρίς ζύμη, προζύμι ή ζύμωση. Στον πληθυντικό του ουδετέρου, άζυμα, νοούνται τα ψωμιά χωρίς προζύμι, όπως η λαγάνα. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ξαφνικά την Αίγυπτο, τη νύχτα της 14ης προς τη 15η του… … Dictionary of Greek
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
κοσκινίζω — και κοσκινάω (ΑM κοσκινίζω) [κόσκινον] διαχωρίζω λεπτά μόρια ή κόκκους ενός υλικού από άλλα χοντρότερα, καθαρίζω αλεύρι, όσπρια ή άλλα υλικά με παλμικές κινήσεις χρησιμοποιώντας το κόσκινο νεοελλ. 1. εξετάζω λεπτομερώς, πολυεξετάζω («πολύ τήν… … Dictionary of Greek